αυτοσχεδόν

αυτοσχεδόν
αυτοσχεδόν επίρρ. (Α)
1. «εκ του συστάδην», από κοντά
2. αμέσως, ευθύς αμέσως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αὐτοσχεδόν — near at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδά — αὐτοσχεδόν near at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”